τρόπιος

τρόπιος
τρόπις
ship's keel
fem gen sg (epic doric ionic aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ЕВТРОПИЙ —    • Eutropius,          Ευτρόπιος,        1. римский историк, живший в 4 в. от Р. X., неизвестного происхождения занимал при Константине место тайного секретаря, принимал участие в походе Юлиана против персов (10, 16, 1) и написал кроме других… …   Реальный словарь классических древностей

  • Ποιτρόπιος — ὁ, Α 1. ο έκτος μήνας τού δελφικού έτους, που αντιστοιχούσε στον Ποσειδεώνα τού αττικού ημερολογίου 2. ονομασία μήνα στην Άμφισσα και στους Λοκρούς, ο οποίος αντιστοιχούσε στον Ελαφηβολιώνα τού αττικού έτους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποι (< ποτί «προς»… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”